ἀελλῶν

ἀελλῶν
ἄελλα
stormy wind
fem gen pl
ἄελλα
stormy wind
fem gen pl (epic)
ἀελλής
masc gen pl
ἀελλός
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στροφάλιγξ — ιγγος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) στρ. μεταλλική ή ξύλινη προεξοχή στις δύο πλευρές τού σωλήνα πυροβόλου η οποία επιτρέπει την περιστροφή τού σωλήνα, ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο αρχ. 1. περιστροφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”